- ποδοσφαλώ
- -έω, Νσκοντάφτω ενώ βαδίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -σφαλῶ (< -σφαλής < σφάλλω), πρβλ. μεθυ-σφαλώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek